εμπαθής

εμπαθής
-ές (AM ἐμπαθής, -ές)
(για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και μνησίκακος»)
2. εκείνος που κατέχεται από χρόνια πάθηση, ασθενικός
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαθές
η εμπάθεια
αρχ.
1. όποιος έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης και ταραχής
2. φρ. «ἐμπαθής τινι» ή «ἐμπαθής πρός τι» — αυτός που συγκινείται υπερβολικά με κάτι
3. «ἐμπαθής φιλία» — φιλία που φτάνει ώς το πάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπαθῆς — ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθής — in a state of emotion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που κατέχεται από βίαιο πάθος (οργή, μίσος), βίαιος, κακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπαθῆ — ἐμπαθής in a state of emotion neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθέστερον — ἐμπαθής in a state of emotion adverbial comp ἐμπαθής in a state of emotion masc acc comp sg ἐμπαθής in a state of emotion neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθεστέραις — ἐμπαθής in a state of emotion fem dat comp pl ἐμπαθεστέρᾱͅς , ἐμπαθής in a state of emotion fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθεῖ — ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθεῖς — ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem acc pl ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθέα — ἐμπαθής in a state of emotion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαθές — ἐμπαθής in a state of emotion masc/fem voc sg ἐμπαθής in a state of emotion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”