- εμπαθής
- -ές (AM ἐμπαθής, -ές)(για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική»)μσν.- νεοελλ.1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και μνησίκακος»)2. εκείνος που κατέχεται από χρόνια πάθηση, ασθενικόςαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαθέςη εμπάθειααρχ.1. όποιος έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης και ταραχής2. φρ. «ἐμπαθής τινι» ή «ἐμπαθής πρός τι» — αυτός που συγκινείται υπερβολικά με κάτι3. «ἐμπαθής φιλία» — φιλία που φτάνει ώς το πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.